εκθρονίζω

εκθρονίζω
μετ. ниспровергать, низвергать; свергать с престола

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκθρονίζω" в других словарях:

  • εκθρονίζω — εκθρονίζω, εκθρόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκθρονίζω — απομακρύνω από τον θρόνο τού ηγεμόνα ή αρχιερέα αφαιρώντας του την εξουσία …   Dictionary of Greek

  • εκθρονίζω — εκθρόνισα, εκθρονίστηκα, εκθρονισμένος, μτβ., εξαναγκάζω ηγεμόνα ή ανώτατο κληρικό να εγκαταλείψει το θρόνο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκρεμίζω — και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) [κρημνός] ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση 2. πέφτω νεοελλ. Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία 2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω 3. ταπεινώνω 4.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»